- ἀπατηλή
- ἀπατηλόςproducing illusionfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπατηλῇ — ἀπατηλός producing illusion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπομορφισμός — H τάση να αποδίδεται ανθρώπινη φύση στις θεότητες. O όρος, με μια σημασία πιο πρόσφατη και γενική, υποδηλώνει επίσης κάθε συλλογισμό ή φιλοσοφική θεωρία που, για να εξηγήσει ό,τι δεν είναι άνθρωπος (θεός, φυσικά, βιολογικά και άλλα φαινόμενα),… … Dictionary of Greek
αξιόπιστος — η, ο (Α ἀξιόπιστος, ον) αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη, που θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός αρχ. 1. αρκετός 2. όποιος έχει αποδειχθεί από την πείρα ότι αξίζει να τον εμπιστεύεται κανείς 3. εκείνος που δίνει την απατηλή εντύπωση ότι είναι… … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
βαυκάλημα — το (AM βαυκάλημα) [βαυκαλώ] τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα νεοελλ. 1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση 2. αβάσιμη ελπίδα … Dictionary of Greek
βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
δούρειος — α, ο (AM δούρειος, α, ον Α και δούριος, α, ον) [δόρυ] φρ. «δούρειος ἵππος» ο ξύλινος ίππος που επινόησε ο Οδυσσέας για την άλωση τής Τροίας νεοελλ. «δούρειος ίππος» παγίδα, απατηλή εμφάνιση με άλλη ονομασία αρχ. ξύλινος … Dictionary of Greek
ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) … Dictionary of Greek
ευφορία — η (ΑΜ εὐφορία) [εύφορος] 1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά 2. το συναίσθημα τής ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξία νεοελλ. ιατρ. έντονο αίσθημα… … Dictionary of Greek